αδυναμώνω

αδυναμώνω
1. κάνω κάτι αδύναμο, αδύνατο
2. είμαι αδύναμος, αδύνατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδύναμος.
ΠΑΡ. αδυναμωτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδυναμωτικός — ή, ό [αδυναμώνω] αυτός που προκαλεί αδυναμία, που αδυνατίζει …   Dictionary of Greek

  • αδύναμος — η, ο (Α ἀδύναμος, ον) αυτός που δεν έχει σωματική και ψυχική αντοχή, ο αδύνατος νεοελλ. ισχνός, άπαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δύναμις. ΠΑΡ. ἀδυναμία αρχ. ἀδυναμῶ νεοελλ. aδvναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”